- τρισεύγενης
- ης, ες благороднейший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρισευγενής — ές, Μ ευγενέστατος, με πάρα πολύ ευγενή καταγωγή, με πολύ ανώτερη γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + εὐγενής] … Dictionary of Greek
τρισεύγενος — η, ο, Ν τρισευγενής (α. «τρισεύγενα λουλούδια τής αγάπης», Σολωμ. β. «συμφωνία τρισεύγενη / κι ολόγλυκη σονάτα», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισευγενής, κατά τα επίθ. σε ος (πρβλ. απρεπής: άπρεπος)] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek